κροταλαρία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη φαβώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crotalaria < νεώτ. λατ. crotalaria < λατ. crotalum (< κρόταλον) + λατ. κατάλ. aria] … Dictionary of Greek
μιμοζίδες — και μιμοσίδες, οι βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη φαβώδη και περιλαμβάνει 3.000 και πλέον είδη, τα οποία κατανέμονται σε 60 γένη … Dictionary of Greek
ονοβρυχίδα — (ονοβρυχίς η εδώδιμη). Πολυετής πόα της οικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στους βοσκότοπους της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας. Φτάνει σε ύψος τα 30 50 εκ., είναι βαθύριζη και έχει φύλλα σύνθετα, φτερωτά, με 13–25… … Dictionary of Greek
ούλεξ — (ulex). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ψυχανθών ή πιπιλιονικών, της τάξης των χεδρωπών ή χεγκουμινωδών, με περίπου 20 είδη, που ζουν στη δυτική Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική. Είναι θάμνοι αγκαθωτοί με φύλλα λεπιοειδή εκτός στη βάση. Τα άνθη … Dictionary of Greek
παχύρριζος — η, ο / παχύρριζος, ον, ΝΑ (για φυτά) αυτός που έχει παχιές, χοντρές ρίζες, χονδρόρριζος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παχύρριζος βοτ. μικρό γένος αγγειόσπερων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη φαβώδη, οικογένεια φαβίδες. Καλλιεργούνται στις… … Dictionary of Greek
πεντακλήθρα — (pentaclethra). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των μιμοσιδών, της τάξης των χεδρώπων. Το μοναδικό είδος τους είναι η π. η μακρόφυλλη, φυτό ιθαγενές της τροπικής Αφρικής. Είναι ωραίο δέντρο, υψηλό, με φύλλα φτερωτά και άνθη που μοιάζουν με… … Dictionary of Greek
περίκοψις — όψεως, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη φαβώδη … Dictionary of Greek
ροβινία — (ροβινία η ψευδοακακία). Δέντρο, γνωστό και με το γενικό όνομα ακακία, της οικογένειας των χεδρωπών ή λεγκουμινωδών, της υποοικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Βορειοαμερικανικής καταγωγής, είναι διαδομένη σε πολλά μέρη του… … Dictionary of Greek
ρόβι — το, και ρόβη, η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Ervum ervilia τού γένους όροβος, που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες τής τάξης φαβώδη και το οποίο καλλιεργείται από την αρχαιότητα για τους καρπούς και μερικές φορές για τον σανό του, που αποτελούν … Dictionary of Greek
σαμανέα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες τής τάξης φαβώδη και περιλαμβάνει 20 περίπου είδη δένδρων και θάμνων τής Αφρικής και τής Αμερικής, από τα οποία το Samanea saman καλλιεργείται ως καλλωπιστικό καθώς… … Dictionary of Greek